Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χατιρικός — ή, ό, Ν [χατίρι] αυτός που γίνεται για χατίρι, για εξυπηρέτηση, ως χάρη. επίρρ... χατιρικώς και χατιρικά Ν με χατίρι ή για χατίρι … Dictionary of Greek
χατιρικώς — και χατιρικά Ν επίρρ. βλ. χατιρικός … Dictionary of Greek